- κλοιῷ
- κλοιόςdog-collarmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλοιώ — κλοιῶ, όω (Α) [κλοιός] βάζω κλοιό στον λαιμό κάποιου … Dictionary of Greek
κλοιῶι — κλοιῷ , κλοιός dog collar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
μετεγκλοίω — (Α) θέτω μέσα σε κάποιον κλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγ κλοίω] … Dictionary of Greek